ὑπέροφρυς

ὑπέροφρυς
ὑπέροφρυς, υ,
A supercilious, prob. in Ps.-Phoc.59, cf. Hsch., Phot., Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπέροφρυς — υ / ὑπέροφρυς, υ, ΝΜΑ υπερόπτης, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὀφρύς «φρύδι» (πρβλ. ἔν οφρυς)] …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπεροφρυάζω — Μ [ὑπέροφρυς] είμαι υπέροφρυς, υπεροπτικός …   Dictionary of Greek

  • οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • υπεροφρυοβλέφαρος — ον, Μ υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέροφρυς + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. σοβαρο βλέφαρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”